Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπορέγχω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπορία
ἀπόρνυμαι
ἄπορος
ἀπορούω
ἀπορρᾳθυμέω
ἀπορραίνω
ἀπορραίω
ἀπορραντήριον
ἀπορράπτω
ἀπορραψῳδέω
ἀπορρέζω
ἀπορρέω
ἀπόρρηγμα
ἀπορρήγνυμι
View word page
ἀπορούω
ἀπορούω to dart away, Hom.
ShortDef
to dart away
Debugging
Headword:
ἀπορούω
Headword (normalized):
ἀπορούω
Headword (normalized/stripped):
απορουω
IDX:
4353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4355
Key:
a)porou/w
Data
{'content': 'ἀπορούω\n to dart away, Hom.', 'key': 'a)porou/w'}