Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποπροφεύγω
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀποπυνθάνομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπορία
ἀπόρνυμαι
ἄπορος
ἀπορούω
ἀπορρᾳθυμέω
ἀπορραίνω
ἀπορραίω
ἀπορραντήριον
ἀπορράπτω
View word page
ἀπόρθητος
ἀπόρθητος πορθέω not sacked, unravaged, Il., Hdt., Attic
ShortDef
not sacked, unravaged
Debugging
Headword:
ἀπόρθητος
Headword (normalized):
ἀπόρθητος
Headword (normalized/stripped):
απορθητος
IDX:
4348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4350
Key:
a)po/rqhtos
Data
{'content': 'ἀπόρθητος\n πορθέω\n not sacked, unravaged, Il., Hdt., Attic', 'key': 'a)po/rqhtos'}