Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀποπυνθάνομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπορία
ἀπόρνυμαι
ἄπορος
ἀπορούω
ἀπορρᾳθυμέω
ἀπορραίνω
ἀπορραίω
ἀπορραντήριον
View word page
ἀπορητικός
ἀπορητικός from ἀπορέω inclined to doubt, Plat.

ShortDef

inclined to doubt

Debugging

Headword:
ἀπορητικός
Headword (normalized):
ἀπορητικός
Headword (normalized/stripped):
απορητικος
IDX:
4347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4349
Key:
a)porhtiko/s

Data

{'content': 'ἀπορητικός\n from ἀπορέω\n inclined to doubt, Plat.', 'key': 'a)porhtiko/s'}