Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποπροΐημι
ἀποπρό
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀποπυνθάνομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπορία
ἀπόρνυμαι
ἄπορος
ἀπορούω
ἀπορρᾳθυμέω
ἀπορραίνω
View word page
ἀπόρευτος
ἀπόρευτος not to be travelled, Plut.

ShortDef

not to be travelled

Debugging

Headword:
ἀπόρευτος
Headword (normalized):
ἀπόρευτος
Headword (normalized/stripped):
απορευτος
IDX:
4345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4347
Key:
a)po/reutos

Data

{'content': 'ἀπόρευτος\n not to be travelled, Plut.', 'key': 'a)po/reutos'}