Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπρό
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀποπυνθάνομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπορία
ἀπόρνυμαι
ἄπορος
ἀπορούω
ἀπορρᾳθυμέω
View word page
ἀπορέπω
ἀπορέπω to slink away, Anth.
ShortDef
to slink away
Debugging
Headword:
ἀπορέπω
Headword (normalized):
ἀπορέπω
Headword (normalized/stripped):
απορεπω
IDX:
4344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4346
Key:
a)pore/pw
Data
{'content': 'ἀπορέπω\n to slink away, Anth.', 'key': 'a)pore/pw'}