Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπόπροθε
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπρό
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀποπυνθάνομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπορία
ἀπόρνυμαι
ἄπορος
ἀπορούω
View word page
ἀπορέγχω
ἀπορέγχω to snore to the end, Anth.

ShortDef

to snore to the end

Debugging

Headword:
ἀπορέγχω
Headword (normalized):
ἀπορέγχω
Headword (normalized/stripped):
απορεγχω
IDX:
4343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4345
Key:
a)pore/gxw

Data

{'content': 'ἀπορέγχω\n to snore to the end, Anth.', 'key': 'a)pore/gxw'}