Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποπροαιρέω
ἀπόπροθε
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπρό
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀποπυνθάνομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπορία
ἀπόρνυμαι
ἄπορος
View word page
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπυνθάνομαι Mid. to inquire or ask of, ἀπ. αὐτοῦ εἰ.. asked of him whether.., Hdt.

ShortDef

to inquire

Debugging

Headword:
ἀποπυνθάνομαι
Headword (normalized):
ἀποπυνθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπυνθανομαι
IDX:
4342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4344
Key:
a)popunqa/nomai

Data

{'content': 'ἀποπυνθάνομαι\n Mid. to inquire or ask of, ἀπ. αὐτοῦ εἰ.. asked of him whether.., Hdt.', 'key': 'a)popunqa/nomai'}