Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποπρίω
ἀποπροαιρέω
ἀπόπροθε
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπρό
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀποπυνθάνομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπορία
ἀπόρνυμαι
View word page
ἀποπτύω
ἀποπτύω to spit out, Il.; ἀπ. ἄχνην to vomit forth foam, Il.; absol. to spit, Xen. to abominate, loathe, spurn, Aesch., Eur.: aor1 ἀπέπτυσα, Lat. omen absit, Eur.
ShortDef
to spit out
Debugging
Headword:
ἀποπτύω
Headword (normalized):
ἀποπτύω
Headword (normalized/stripped):
αποπτυω
IDX:
4341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4343
Key:
a)poptu/w
Data
{'content': 'ἀποπτύω\n to spit out, Il.; ἀπ. ἄχνην to vomit forth foam, Il.; absol. to spit, Xen.\n to abominate, loathe, spurn, Aesch., Eur.: aor1 ἀπέπτυσα, Lat. omen absit, Eur.', 'key': 'a)poptu/w'}