Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποπρίασθαι
ἀποπρίω
ἀποπροαιρέω
ἀπόπροθε
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπρό
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀποπυνθάνομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπορία
View word page
ἀπόπτυστος
ἀπόπτυστος From ἀποπτύω spat out: hence loathed, abominated, Trag.

ShortDef

spat out

Debugging

Headword:
ἀπόπτυστος
Headword (normalized):
ἀπόπτυστος
Headword (normalized/stripped):
αποπτυστος
IDX:
4340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4342
Key:
a)po/ptustos

Data

{'content': 'ἀπόπτυστος\n From ἀποπτύω\n spat out: hence loathed, abominated, Trag.', 'key': 'a)po/ptustos'}