Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποπραΰνω
ἀποπρίασθαι
ἀποπρίω
ἀποπροαιρέω
ἀπόπροθε
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπρό
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀποπυνθάνομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
View word page
ἄποπτος
ἄποπτος ἀπόψομαι, fut. of ἀφοράω out of sight of, far away from, c. gen., Soph.:—absol. out of sight, Soph.; ἐξ ἀπόπτου from a distance, Soph.

ShortDef

out of sight of, far away from

Debugging

Headword:
ἄποπτος
Headword (normalized):
ἄποπτος
Headword (normalized/stripped):
αποπτος
IDX:
4339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4341
Key:
a)/poptos

Data

{'content': 'ἄποπτος\n ἀπόψομαι, fut. of ἀφοράω\n out of sight of, far away from, c. gen., Soph.:—absol. out of sight, Soph.; ἐξ ἀπόπτου from a distance, Soph.', 'key': 'a)/poptos'}