Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποπορεύομαι
ἀποπραΰνω
ἀποπρίασθαι
ἀποπρίω
ἀποπροαιρέω
ἀπόπροθε
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπρό
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀποπυνθάνομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
View word page
ἀποπροφεύγω
ἀποπροφεύγω to flee away from, Anth.
ShortDef
to flee away from
Debugging
Headword:
ἀποπροφεύγω
Headword (normalized):
ἀποπροφεύγω
Headword (normalized/stripped):
αποπροφευγω
IDX:
4338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4340
Key:
a)poprofeu/gw
Data
{'content': 'ἀποπροφεύγω\n to flee away from, Anth.', 'key': 'a)poprofeu/gw'}