Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποπομπή
ἀποπορεύομαι
ἀποπραΰνω
ἀποπρίασθαι
ἀποπρίω
ἀποπροαιρέω
ἀπόπροθε
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπρό
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀποπυνθάνομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορητικός
View word page
ἀποπροτέμνω
ἀποπροτέμνω to cut off from, νώτου ἀποπροταμών after he had cut a slice from the chine, Od.

ShortDef

to cut off from

Debugging

Headword:
ἀποπροτέμνω
Headword (normalized):
ἀποπροτέμνω
Headword (normalized/stripped):
αποπροτεμνω
IDX:
4337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4339
Key:
a)poprote/mnw

Data

{'content': 'ἀποπροτέμνω\n to cut off from, νώτου ἀποπροταμών after he had cut a slice from the chine, Od.', 'key': 'a)poprote/mnw'}