Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπόπολις
ἀποπομπή
ἀποπορεύομαι
ἀποπραΰνω
ἀποπρίασθαι
ἀποπρίω
ἀποπροαιρέω
ἀπόπροθε
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπρό
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀποπυνθάνομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
View word page
ἀποπρό
ἀποπρό far away, afar off, Il. prep. c. gen. far away from, Il., Eur.

ShortDef

far away, afar off

Debugging

Headword:
ἀποπρό
Headword (normalized):
ἀποπρό
Headword (normalized/stripped):
αποπρο
IDX:
4336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4338
Key:
a)popro/

Data

{'content': 'ἀποπρό\n far away, afar off, Il.\n prep. c. gen. far away from, Il., Eur.', 'key': 'a)popro/'}