Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποπνίγω
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπομπή
ἀποπορεύομαι
ἀποπραΰνω
ἀποπρίασθαι
ἀποπρίω
ἀποπροαιρέω
ἀπόπροθε
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπρό
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀποπυνθάνομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέπω
View word page
ἀπόπροθι
ἀπόπροθι ἀποπρό far away, Hom.

ShortDef

far away

Debugging

Headword:
ἀπόπροθι
Headword (normalized):
ἀπόπροθι
Headword (normalized/stripped):
αποπροθι
IDX:
4334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4336
Key:
a)po/proqi

Data

{'content': 'ἀπόπροθι\n ἀποπρό\n far away, Hom.', 'key': 'a)po/proqi'}