Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόπλοος
ἀποπλύνω
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπομπή
ἀποπορεύομαι
ἀποπραΰνω
ἀποπρίασθαι
ἀποπρίω
ἀποπροαιρέω
ἀπόπροθε
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπρό
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
View word page
ἀποπρίω
ἀποπρίω see also the late form ἀποπρίζω to saw off, Hdt., Anth.
ShortDef
to saw off
Debugging
Headword:
ἀποπρίω
Headword (normalized):
ἀποπρίω
Headword (normalized/stripped):
αποπριω
IDX:
4331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4333
Key:
a)popri/w
Data
{'content': 'ἀποπρίω\n see also the late form ἀποπρίζω\n to saw off, Hdt., Anth.', 'key': 'a)popri/w'}