Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
ἀποπλύνω
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπομπή
ἀποπορεύομαι
ἀποπραΰνω
ἀποπρίασθαι
ἀποπρίω
ἀποπροαιρέω
ἀπόπροθε
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπρό
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἄποπτος
View word page
ἀποπραΰνω
ἀποπραΰνω to soften matters down, Plut.
ShortDef
to soften matters down
Debugging
Headword:
ἀποπραΰνω
Headword (normalized):
ἀποπραΰνω
Headword (normalized/stripped):
αποπραυνω
IDX:
4329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4331
Key:
a)poprau/+nw
Data
{'content': 'ἀποπραΰνω\n to soften matters down, Plut.', 'key': 'a)poprau/+nw'}