Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀδίαντος
ἀδίαυλος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιαφθορία
ἀδιάφθορος
ἀδίδακτος
ἀδιέξοδος
ἀδιερεύνητος
ἀδιήγητος
ἀδίκαστος
ἀδικέω
ἀδίκημα
ἀδικητέον
ἀδικία
ἀδίκιον
ἄδικος
ἀδινός
ἀδιόρθωτος
ἀδίστακτος
ἄδιψος
ἀδμής
View word page
ἀδικέω
ἀδικέω ἄδικος to do wrong, Hdt., etc.; τἀδικεῖν wrong-doing, Soph.; τὸ μἀδικεῖν righteous dealing, Aesch.; but, σχήσει τὸ μἀδικεῖν will restrain wrong-doing, Aesch.:—in legal phrase the particular case of wrong is added in part., Σωκράτης ἀδικεῖ διδάσκων Plat., Xen.:—c. acc. cogn., ἀδικίαν, ἀδίκημα, Plat., or a neut. adj., ἀδικεῖν πολλά, μέγαλα, Plat.; οὐδέν, μηδὲν ἀδ., Plat.:—also, ἀδ. περὶ τὰ μυστήρια Dem. trans. c. acc. pers. to do one wrong, to wrong, injure, Hdt., etc.:—c. dupl. acc. to wrong one in a thing, Ar., etc.; τὰ μέγιστα ἀδ. τινά Dem.; ἀδ. τινὰ περί τινος Plat.:—Pass. to be wronged, μὴ δῆτʼ ἀδικηθῶ Soph.; ἀδικεῖσθαι εἴς τι Eur. to spoil, damage, ἀδ. γῆν Thuc.

ShortDef

to do wrong

Debugging

Headword:
ἀδικέω
Headword (normalized):
ἀδικέω
Headword (normalized/stripped):
αδικεω
IDX:
433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n433
Key:
a)dike/w

Data

{'content': 'ἀδικέω\n ἄδικος\n to do wrong, Hdt., etc.; τἀδικεῖν wrong-doing, Soph.; τὸ μἀδικεῖν righteous dealing, Aesch.; but, σχήσει τὸ μἀδικεῖν will restrain wrong-doing, Aesch.:—in legal phrase the particular case of wrong is added in part., Σωκράτης ἀδικεῖ διδάσκων Plat., Xen.:—c. acc. cogn., ἀδικίαν, ἀδίκημα, Plat., or a neut. adj., ἀδικεῖν πολλά, μέγαλα, Plat.; οὐδέν, μηδὲν ἀδ., Plat.:—also, ἀδ. περὶ τὰ μυστήρια Dem.\n trans. c. acc. pers. to do one wrong, to wrong, injure, Hdt., etc.:—c. dupl. acc. to wrong one in a thing, Ar., etc.; τὰ μέγιστα ἀδ. τινά Dem.; ἀδ. τινὰ περί τινος Plat.:—Pass. to be wronged, μὴ δῆτʼ ἀδικηθῶ Soph.; ἀδικεῖσθαι εἴς τι Eur.\n to spoil, damage, ἀδ. γῆν Thuc.', 'key': 'a)dike/w'}