Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
ἀποπλύνω
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπομπή
ἀποπορεύομαι
ἀποπραΰνω
ἀποπρίασθαι
ἀποπρίω
ἀποπροαιρέω
ἀπόπροθε
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπρό
ἀποπροτέμνω
View word page
ἀποπομπή
ἀποπομπή ἀποπέμπω a sending away: getting rid of an illness, Luc.
ShortDef
a sending away: getting rid
Debugging
Headword:
ἀποπομπή
Headword (normalized):
ἀποπομπή
Headword (normalized/stripped):
αποπομπη
IDX:
4327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4329
Key:
a)popomph/
Data
{'content': 'ἀποπομπή\n ἀποπέμπω\n a sending away: getting rid of an illness, Luc.', 'key': 'a)popomph/'}