Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποπλέω
ἀπόπληκτος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
ἀποπλύνω
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπομπή
ἀποπορεύομαι
ἀποπραΰνω
ἀποπρίασθαι
ἀποπρίω
ἀποπροαιρέω
ἀπόπροθε
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
View word page
ἀποπολεμέω
ἀποπολεμέω to fight off from, τοῦ ὄνου from ass-back, Plat.
ShortDef
to fight off from
Debugging
Headword:
ἀποπολεμέω
Headword (normalized):
ἀποπολεμέω
Headword (normalized/stripped):
αποπολεμεω
IDX:
4325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4327
Key:
a)popoleme/w
Data
{'content': 'ἀποπολεμέω\n to fight off from, τοῦ ὄνου from ass-back, Plat.', 'key': 'a)popoleme/w'}