Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποπλανίας
ἀποπλέω
ἀπόπληκτος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
ἀποπλύνω
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπομπή
ἀποπορεύομαι
ἀποπραΰνω
ἀποπρίασθαι
ἀποπρίω
ἀποπροαιρέω
ἀπόπροθε
ἀπόπροθι
View word page
ἀποπνίγω
ἀποπνίγω to choke, throttle, Hdt.; ἀπέπνιγον Ar.; of plants, NTest.: to be choked, suffocated, drowned, Dem.: metaph. to be choked with rage, Dem.

ShortDef

to choke, throttle

Debugging

Headword:
ἀποπνίγω
Headword (normalized):
ἀποπνίγω
Headword (normalized/stripped):
αποπνιγω
IDX:
4324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4326
Key:
a)popni/gw

Data

{'content': 'ἀποπνίγω\n to choke, throttle, Hdt.; ἀπέπνιγον Ar.; of plants, NTest.: to be choked, suffocated, drowned, Dem.: metaph. to be choked with rage, Dem.', 'key': 'a)popni/gw'}