Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
ἀποπλανίας
ἀποπλέω
ἀπόπληκτος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
ἀποπλύνω
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπομπή
ἀποπορεύομαι
ἀποπραΰνω
ἀποπρίασθαι
ἀποπρίω
ἀποπροαιρέω
View word page
ἀποπλύνω
ἀποπλύνω to wash away, Od.
ShortDef
to wash away
Debugging
Headword:
ἀποπλύνω
Headword (normalized):
ἀποπλύνω
Headword (normalized/stripped):
αποπλυνω
IDX:
4322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4324
Key:
a)poplu/nw
Data
{'content': 'ἀποπλύνω\n to wash away, Od.', 'key': 'a)poplu/nw'}