Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
ἀποπλανίας
ἀποπλέω
ἀπόπληκτος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
ἀποπλύνω
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπομπή
ἀποπορεύομαι
ἀποπραΰνω
ἀποπρίασθαι
ἀποπρίω
View word page
ἀπόπλοος
ἀπόπλοος ἀποπλέω a sailing away, Hdt. a voyage home or back, Xen.

ShortDef

(n) a sailing away
(adj) starting on a voyage

Debugging

Headword:
ἀπόπλοος
Headword (normalized):
ἀπόπλοος
Headword (normalized/stripped):
αποπλοος
IDX:
4321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4323
Key:
a)po/ploos1

Data

{'content': 'ἀπόπλοος\n ἀποπλέω\n a sailing away, Hdt.\n a voyage home or back, Xen.', 'key': 'a)po/ploos1'}