Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποπίπτω
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
ἀποπλανίας
ἀποπλέω
ἀπόπληκτος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
ἀποπλύνω
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπομπή
ἀποπορεύομαι
ἀποπραΰνω
ἀποπρίασθαι
View word page
ἀποπλίσσομαι
ἀποπλίσσομαι Mid. to trot off, Ar.; v. πλίσσομαι.
ShortDef
to trot off
Debugging
Headword:
ἀποπλίσσομαι
Headword (normalized):
ἀποπλίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπλισσομαι
IDX:
4320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4322
Key:
a)popli/ssomai
Data
{'content': 'ἀποπλίσσομαι\n Mid. to trot off, Ar.; v. πλίσσομαι.', 'key': 'a)popli/ssomai'}