Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποπηδάω
ἀποπίμπλημι
ἀποπίνω
ἀποπίπτω
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
ἀποπλανίας
ἀποπλέω
ἀπόπληκτος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
ἀποπλύνω
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπομπή
View word page
ἀποπληρόω
ἀποπληρόω = ἀποπίμπλημι to fill up, satisfy, Lat. explere, τὰς ἐπιθυμίας Plat.; τοῦτό μοι ἀποπλήρωσον make this complete for me, satisfy me in this, Plat.

ShortDef

to fill up, satisfy

Debugging

Headword:
ἀποπληρόω
Headword (normalized):
ἀποπληρόω
Headword (normalized/stripped):
αποπληροω
IDX:
4317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4319
Key:
a)poplhro/w

Data

{'content': 'ἀποπληρόω\n = ἀποπίμπλημι\n to fill up, satisfy, Lat. explere, τὰς ἐπιθυμίας Plat.; τοῦτό μοι ἀποπλήρωσον make this complete for me, satisfy me in this, Plat.', 'key': 'a)poplhro/w'}