Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
ἀποπίμπλημι
ἀποπίνω
ἀποπίπτω
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
ἀποπλανίας
ἀποπλέω
ἀπόπληκτος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
ἀποπλύνω
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
View word page
ἀποπλανίας
ἀποπλανίας from ἀποπλανάω a wanderer, fugitive, Anth.

ShortDef

a wanderer, fugitive

Debugging

Headword:
ἀποπλανίας
Headword (normalized):
ἀποπλανίας
Headword (normalized/stripped):
αποπλανιας
IDX:
4314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4316
Key:
a)poplani/as

Data

{'content': 'ἀποπλανίας\n from ἀποπλανάω\n a wanderer, fugitive, Anth.', 'key': 'a)poplani/as'}