Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποπέρδομαι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
ἀποπίμπλημι
ἀποπίνω
ἀποπίπτω
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
ἀποπλανίας
ἀποπλέω
ἀπόπληκτος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
ἀποπλύνω
ἀποπνέω
View word page
ἀποπλανάω
ἀποπλανάω = ἀποπλάζω to lead astray, Aeschin.; metaph. to seduce, beguile, τινά NTest.
ShortDef
to lead astray
Debugging
Headword:
ἀποπλανάω
Headword (normalized):
ἀποπλανάω
Headword (normalized/stripped):
αποπλαναω
IDX:
4313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4315
Key:
a)poplana/w
Data
{'content': 'ἀποπλανάω\n = ἀποπλάζω\n to lead astray, Aeschin.; metaph. to seduce, beguile, τινά NTest.', 'key': 'a)poplana/w'}