Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
ἀποπίμπλημι
ἀποπίνω
ἀποπίπτω
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
ἀποπλανίας
ἀποπλέω
ἀπόπληκτος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
View word page
ἀποπίπτω
ἀποπίπτω to fall off from, ἐκ or ἀπό τινος Od., Hdt.; τινός Hdt.; absol. to fall off, Il.
ShortDef
to fall off from
Debugging
Headword:
ἀποπίπτω
Headword (normalized):
ἀποπίπτω
Headword (normalized/stripped):
αποπιπτω
IDX:
4310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4312
Key:
a)popi/ptw
Data
{'content': 'ἀποπίπτω\n to fall off from, ἐκ or ἀπό τινος Od., Hdt.; τινός Hdt.; absol. to fall off, Il.', 'key': 'a)popi/ptw'}