Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποπελεκάω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
ἀποπίμπλημι
ἀποπίνω
ἀποπίπτω
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
ἀποπλανίας
ἀποπλέω
ἀπόπληκτος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
View word page
ἀποπίμπλημι
ἀποπίμπλημι to fill up a number, Hdt. to satisfy, fulfil, χρησμόν Hdt. to satisfy, appease, θυμόν, ἐπιθυμίαν Hdt., Plat.

ShortDef

to fill up

Debugging

Headword:
ἀποπίμπλημι
Headword (normalized):
ἀποπίμπλημι
Headword (normalized/stripped):
αποπιμπλημι
IDX:
4308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4310
Key:
a)popi/mplhmi

Data

{'content': 'ἀποπίμπλημι\n to fill up a number, Hdt.\n to satisfy, fulfil, χρησμόν Hdt.\n to satisfy, appease, θυμόν, ἐπιθυμίαν Hdt., Plat.', 'key': 'a)popi/mplhmi'}