Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποπειράομαι
ἀπόπειρα
ἀποπελεκάω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
ἀποπίμπλημι
ἀποπίνω
ἀποπίπτω
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
ἀποπλανίας
ἀποπλέω
ἀπόπληκτος
View word page
ἀποπήγνυμι
ἀποπήγνυμι to make to freeze, to freeze, Ar.:—Pass., to be frozen, Xen.: of blood, to curdle, Xen.

ShortDef

to make to freeze, to freeze

Debugging

Headword:
ἀποπήγνυμι
Headword (normalized):
ἀποπήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
αποπηγνυμι
IDX:
4306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4308
Key:
a)poph/gnumi

Data

{'content': 'ἀποπήγνυμι\n to make to freeze, to freeze, Ar.:—Pass., to be frozen, Xen.: of blood, to curdle, Xen.', 'key': 'a)poph/gnumi'}