Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπό
ἀποπειράομαι
ἀπόπειρα
ἀποπελεκάω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
ἀποπίμπλημι
ἀποπίνω
ἀποπίπτω
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
ἀποπλανίας
ἀποπλέω
View word page
ἀποπεφασμένως
ἀποπεφασμένως From pf. pass. part. of ἀποφαίνω openly, plainly, Dem.

ShortDef

openly, plainly

Debugging

Headword:
ἀποπεφασμένως
Headword (normalized):
ἀποπεφασμένως
Headword (normalized/stripped):
αποπεφασμενως
IDX:
4305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4307
Key:
a)popefasme/nws

Data

{'content': 'ἀποπεφασμένως\n From pf. pass. part. of ἀποφαίνω\n openly, plainly, Dem.', 'key': 'a)popefasme/nws'}