Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποπαύω
ἀπό
ἀποπειράομαι
ἀπόπειρα
ἀποπελεκάω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
ἀποπίμπλημι
ἀποπίνω
ἀποπίπτω
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
ἀποπλανίας
View word page
ἀποπέτομαι
ἀποπέτομαι cf. πέτομαι to fly off or away, Hom., Ar.
ShortDef
to fly off
Debugging
Headword:
ἀποπέτομαι
Headword (normalized):
ἀποπέτομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπετομαι
IDX:
4304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4306
Key:
a)pope/tomai
Data
{'content': 'ἀποπέτομαι\n cf. πέτομαι\n to fly off or away, Hom., Ar.', 'key': 'a)pope/tomai'}