Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόπατος
ἀποπαύω
ἀπό
ἀποπειράομαι
ἀπόπειρα
ἀποπελεκάω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
ἀποπίμπλημι
ἀποπίνω
ἀποπίπτω
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
View word page
ἀποπέρδομαι
ἀποπέρδομαι to break wind, Lat. pedo, Ar.
ShortDef
to break wind
Debugging
Headword:
ἀποπέρδομαι
Headword (normalized):
ἀποπέρδομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπερδομαι
IDX:
4303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4305
Key:
a)pope/rdomai
Data
{'content': 'ἀποπέρδομαι\n to break wind, Lat. pedo, Ar.', 'key': 'a)pope/rdomai'}