Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπόξυρος
ἀποξύω
ἀποπάλλω
ἀποπαπταίνω
ἀποπατέω
ἀπόπατος
ἀποπαύω
ἀπό
ἀποπειράομαι
ἀπόπειρα
ἀποπελεκάω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
ἀποπίμπλημι
View word page
ἀποπελεκάω
ἀποπελεκάω to hew or trim with an axe, Ar.

ShortDef

to hew

Debugging

Headword:
ἀποπελεκάω
Headword (normalized):
ἀποπελεκάω
Headword (normalized/stripped):
αποπελεκαω
IDX:
4298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4300
Key:
a)popeleka/w

Data

{'content': 'ἀποπελεκάω\n to hew or trim with an axe, Ar.', 'key': 'a)popeleka/w'}