Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀβοήθητος
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβόσκητος
ἀβουκόλητος
ἀβουλέω
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἀβριθής
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
ἁβροδίαιτος
ἁβροκόμης
ἀβρόμιος
ἄβρομος
ἁβροπέδιλος
ἁβρόπηνος
ἁβρόπλουτος
ἁβρός
View word page
ἁβροβάτης
ἁβροβάτης βαίνω softly or delicately stepping, Aesch.

ShortDef

softly

Debugging

Headword:
ἁβροβάτης
Headword (normalized):
ἁβροβάτης
Headword (normalized/stripped):
αβροβατης
IDX:
43
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n43
Key:
a(broba/ths

Data

{'content': 'ἁβροβάτης\n βαίνω\n softly or delicately stepping, Aesch.', 'key': 'a(broba/ths'}