Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποξένωσις
ἀποξέω
ἀποξηραίνω
ἀποξύνω
ἀποξυράω
ἀπόξυρος
ἀποξύω
ἀποπάλλω
ἀποπαπταίνω
ἀποπατέω
ἀπόπατος
ἀποπαύω
ἀπό
ἀποπειράομαι
ἀπόπειρα
ἀποπελεκάω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
View word page
ἀπόπατος
ἀπόπατος a place out of the way: a privy, Ar.

ShortDef

excrement; privy

Debugging

Headword:
ἀπόπατος
Headword (normalized):
ἀπόπατος
Headword (normalized/stripped):
αποπατος
IDX:
4293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4295
Key:
a)po/patos

Data

{'content': 'ἀπόπατος\n a place out of the way: a privy, Ar.', 'key': 'a)po/patos'}