Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόξενος
ἀποξενόω
ἀποξένωσις
ἀποξέω
ἀποξηραίνω
ἀποξύνω
ἀποξυράω
ἀπόξυρος
ἀποξύω
ἀποπάλλω
ἀποπαπταίνω
ἀποπατέω
ἀπόπατος
ἀποπαύω
ἀπό
ἀποπειράομαι
ἀπόπειρα
ἀποπελεκάω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
View word page
ἀποπαπταίνω
ἀποπαπταίνω to look about one, as if to flee, Ionic 3rd pl. fut. ἀποπαπτανέουσιν Il.
ShortDef
to look about one
Debugging
Headword:
ἀποπαπταίνω
Headword (normalized):
ἀποπαπταίνω
Headword (normalized/stripped):
αποπαπταινω
IDX:
4291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4293
Key:
a)popaptai/nw
Data
{'content': 'ἀποπαπταίνω\n to look about one, as if to flee, Ionic 3rd pl. fut. ἀποπαπτανέουσιν Il.', 'key': 'a)popaptai/nw'}