Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπονυκτερεύω
ἀπονυχίζω
ἀπονωτίζω
ἀπόξενος
ἀποξενόω
ἀποξένωσις
ἀποξέω
ἀποξηραίνω
ἀποξύνω
ἀποξυράω
ἀπόξυρος
ἀποξύω
ἀποπάλλω
ἀποπαπταίνω
ἀποπατέω
ἀπόπατος
ἀποπαύω
ἀπό
ἀποπειράομαι
ἀπόπειρα
ἀποπελεκάω
View word page
ἀπόξυρος
ἀπόξυρος ξυρόν cut sharp off, abrupt, Luc.
ShortDef
cut sharp off, abrupt
Debugging
Headword:
ἀπόξυρος
Headword (normalized):
ἀπόξυρος
Headword (normalized/stripped):
αποξυρος
IDX:
4288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4290
Key:
a)po/curos
Data
{'content': 'ἀπόξυρος\n ξυρόν\n cut sharp off, abrupt, Luc.', 'key': 'a)po/curos'}