Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀδιάθετος
ἀδιάκριτος
ἀδιάλειπτος
ἀδιάλυτος
ἀδίαντος
ἀδίαυλος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιαφθορία
ἀδιάφθορος
ἀδίδακτος
ἀδιέξοδος
ἀδιερεύνητος
ἀδιήγητος
ἀδίκαστος
ἀδικέω
ἀδίκημα
ἀδικητέον
ἀδικία
ἀδίκιον
ἄδικος
ἀδινός
View word page
ἀδιέξοδος
ἀδιέξοδος act., unable to get out, Anth.

ShortDef

unable to get out

Debugging

Headword:
ἀδιέξοδος
Headword (normalized):
ἀδιέξοδος
Headword (normalized/stripped):
αδιεξοδος
IDX:
429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n429
Key:
a)die/codos

Data

{'content': 'ἀδιέξοδος\n act., unable to get out, Anth.', 'key': 'a)die/codos'}