Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀδιάβλητος
ἀδιάθετος
ἀδιάκριτος
ἀδιάλειπτος
ἀδιάλυτος
ἀδίαντος
ἀδίαυλος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιαφθορία
ἀδιάφθορος
ἀδίδακτος
ἀδιέξοδος
ἀδιερεύνητος
ἀδιήγητος
ἀδίκαστος
ἀδικέω
ἀδίκημα
ἀδικητέον
ἀδικία
ἀδίκιον
ἄδικος
View word page
ἀδίδακτος
ἀδίδακτος untaught, ignorant, c. gen., ἀδ. ἐρώτων Anth. untrained, of a chorus, Dem. of things, untaught, Plut., Luc.
ShortDef
untaught, ignorant
Debugging
Headword:
ἀδίδακτος
Headword (normalized):
ἀδίδακτος
Headword (normalized/stripped):
αδιδακτος
IDX:
428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n428
Key:
a)di/daktos
Data
{'content': 'ἀδίδακτος\n untaught, ignorant, c. gen., ἀδ. ἐρώτων Anth.\n untrained, of a chorus, Dem.\n of things, untaught, Plut., Luc.', 'key': 'a)di/daktos'}