Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπονεύω
ἀπονέω
ἀπονητί
ἀπόνητος
ἀπονήχομαι
ἀπονία
ἀπονίζω
ἀπόνιμμα
ἀπονίναμαι
ἀπόνιπτρον
ἀπονίσσομαι
ἀπονοέομαι
ἀπόνοια
ἄπονος
ἀπονοστέω
ἀπονοσφίζω
ἀπονόσφι
ἀπονυκτερεύω
ἀπονυχίζω
ἀπονωτίζω
ἀπόξενος
View word page
ἀπονίσσομαι
ἀπονίσσομαι Mid. to go away, Theogn.: Epic aor1 part. ἀπονισσάμενος, Anth.

ShortDef

to go away

Debugging

Headword:
ἀπονίσσομαι
Headword (normalized):
ἀπονίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
απονισσομαι
IDX:
4271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4273
Key:
a)poni/ssomai

Data

{'content': 'ἀπονίσσομαι\n Mid. to go away, Theogn.: Epic aor1 part. ἀπονισσάμενος, Anth.', 'key': 'a)poni/ssomai'}