Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπομυκτέος
ἀπομύσσω
ἀποναίω
ἀποναρκόομαι
ἀπονεμητέος
ἀπονέμω
ἀπονενοημένως
ἀπονέομαι
ἀπονεύω
ἀπονέω
ἀπονητί
ἀπόνητος
ἀπονήχομαι
ἀπονία
ἀπονίζω
ἀπόνιμμα
ἀπονίναμαι
ἀπόνιπτρον
ἀπονίσσομαι
ἀπονοέομαι
ἀπόνοια
View word page
ἀπονητί
ἀπονητί a_privat, πονέω Adv. without fatigue, Hdt.

ShortDef

without fatigue

Debugging

Headword:
ἀπονητί
Headword (normalized):
ἀπονητί
Headword (normalized/stripped):
απονητι
IDX:
4263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4265
Key:
a)ponhti/

Data

{'content': 'ἀπονητί\n a_privat, πονέω\n Adv. without fatigue, Hdt.', 'key': 'a)ponhti/'}