Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπομόργνυμι
ἀπόμουσος
ἀπομυθέομαι
ἀπομυκάομαι
ἀπομυκτέος
ἀπομύσσω
ἀποναίω
ἀποναρκόομαι
ἀπονεμητέος
ἀπονέμω
ἀπονενοημένως
ἀπονέομαι
ἀπονεύω
ἀπονέω
ἀπονητί
ἀπόνητος
ἀπονήχομαι
ἀπονία
ἀπονίζω
ἀπόνιμμα
ἀπονίναμαι
View word page
ἀπονενοημένως
ἀπονενοημένως Adv. part. pf. pss. of ἀπονοέομαι desperately, Xen.

ShortDef

desperately

Debugging

Headword:
ἀπονενοημένως
Headword (normalized):
ἀπονενοημένως
Headword (normalized/stripped):
απονενοημενως
IDX:
4259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4261
Key:
a)ponenohme/nws

Data

{'content': 'ἀπονενοημένως\n Adv. part. pf. pss. of ἀπονοέομαι desperately, Xen.', 'key': 'a)ponenohme/nws'}