Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόμνυμι
ἀπομοίρια
ἀπομονόομαι
ἀπομόργνυμι
ἀπόμουσος
ἀπομυθέομαι
ἀπομυκάομαι
ἀπομυκτέος
ἀπομύσσω
ἀποναίω
ἀποναρκόομαι
ἀπονεμητέος
ἀπονέμω
ἀπονενοημένως
ἀπονέομαι
ἀπονεύω
ἀπονέω
ἀπονητί
ἀπόνητος
ἀπονήχομαι
ἀπονία
View word page
ἀποναρκόομαι
ἀποναρκόομαι νάπκη Pass. to become quite torpid, insensible, Plat.
ShortDef
to become quite torpid, insensible
Debugging
Headword:
ἀποναρκόομαι
Headword (normalized):
ἀποναρκόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποναρκοομαι
IDX:
4256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4258
Key:
a)ponarko/omai
Data
{'content': 'ἀποναρκόομαι\n νάπκη\n Pass. to become quite torpid, insensible, Plat.', 'key': 'a)ponarko/omai'}