Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπομνημόνευμα
ἀπομνημονεύω
ἀπομνησικακέω
ἀπόμνυμι
ἀπομοίρια
ἀπομονόομαι
ἀπομόργνυμι
ἀπόμουσος
ἀπομυθέομαι
ἀπομυκάομαι
ἀπομυκτέος
ἀπομύσσω
ἀποναίω
ἀποναρκόομαι
ἀπονεμητέος
ἀπονέμω
ἀπονενοημένως
ἀπονέομαι
ἀπονεύω
ἀπονέω
ἀπονητί
View word page
ἀπομυκτέος
ἀπομυκτέος verb. Adj. one must wipe oneʼs nose, Eur. From
ShortDef
one must wipe one's nose
Debugging
Headword:
ἀπομυκτέος
Headword (normalized):
ἀπομυκτέος
Headword (normalized/stripped):
απομυκτεος
IDX:
4253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4255
Key:
a)pomukte/os
Data
{'content': 'ἀπομυκτέος\n verb. Adj. one must wipe oneʼs nose, Eur. From', 'key': 'a)pomukte/os'}