Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπομισθόω
ἀπομνημόνευμα
ἀπομνημονεύω
ἀπομνησικακέω
ἀπόμνυμι
ἀπομοίρια
ἀπομονόομαι
ἀπομόργνυμι
ἀπόμουσος
ἀπομυθέομαι
ἀπομυκάομαι
ἀπομυκτέος
ἀπομύσσω
ἀποναίω
ἀποναρκόομαι
ἀπονεμητέος
ἀπονέμω
ἀπονενοημένως
ἀπονέομαι
ἀπονεύω
ἀπονέω
View word page
ἀπομυκάομαι
ἀπομυκάομαι Dep. to bellow loudly, Anth.

ShortDef

to bellow loudly

Debugging

Headword:
ἀπομυκάομαι
Headword (normalized):
ἀπομυκάομαι
Headword (normalized/stripped):
απομυκαομαι
IDX:
4252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4254
Key:
a)pomuka/omai

Data

{'content': 'ἀπομυκάομαι\n Dep. to bellow loudly, Anth.', 'key': 'a)pomuka/omai'}