Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπομηνίω
ἀπομιμέομαι
ἀπομιμνῄσκομαι
ἀπόμισθος
ἀπομισθόω
ἀπομνημόνευμα
ἀπομνημονεύω
ἀπομνησικακέω
ἀπόμνυμι
ἀπομοίρια
ἀπομονόομαι
ἀπομόργνυμι
ἀπόμουσος
ἀπομυθέομαι
ἀπομυκάομαι
ἀπομυκτέος
ἀπομύσσω
ἀποναίω
ἀποναρκόομαι
ἀπονεμητέος
ἀπονέμω
View word page
ἀπομονόομαι
ἀπομονόομαι μονόω Pass. to be excluded from a thing, c. gen., Thuc. to be left alone, Plut.
ShortDef
to be excluded from
Debugging
Headword:
ἀπομονόομαι
Headword (normalized):
ἀπομονόομαι
Headword (normalized/stripped):
απομονοομαι
IDX:
4248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4250
Key:
a)pomono/omai
Data
{'content': 'ἀπομονόομαι\n μονόω\n Pass. to be excluded from a thing, c. gen., Thuc.\n to be left alone, Plut.', 'key': 'a)pomono/omai'}