Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομιμέομαι
ἀπομιμνῄσκομαι
ἀπόμισθος
ἀπομισθόω
ἀπομνημόνευμα
ἀπομνημονεύω
ἀπομνησικακέω
ἀπόμνυμι
ἀπομοίρια
ἀπομονόομαι
ἀπομόργνυμι
ἀπόμουσος
ἀπομυθέομαι
ἀπομυκάομαι
ἀπομυκτέος
ἀπομύσσω
ἀποναίω
ἀποναρκόομαι
ἀπονεμητέος
View word page
ἀπομοίρια
ἀπομοίρια μοῖρα a portion, Anth.

ShortDef

a portion

Debugging

Headword:
ἀπομοίρια
Headword (normalized):
ἀπομοίρια
Headword (normalized/stripped):
απομοιρια
IDX:
4247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4249
Key:
a)pomoi/ria

Data

{'content': 'ἀπομοίρια\n μοῖρα\n a portion, Anth.', 'key': 'a)pomoi/ria'}