Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομιμέομαι
ἀπομιμνῄσκομαι
ἀπόμισθος
ἀπομισθόω
ἀπομνημόνευμα
ἀπομνημονεύω
ἀπομνησικακέω
ἀπόμνυμι
ἀπομοίρια
ἀπομονόομαι
ἀπομόργνυμι
ἀπόμουσος
ἀπομυθέομαι
ἀπομυκάομαι
ἀπομυκτέος
ἀπομύσσω
ἀποναίω
View word page
ἀπομνησικακέω
ἀπομνησικακέω to bear a grudge against, τινί Hdt.
ShortDef
to bear a grudge against
Debugging
Headword:
ἀπομνησικακέω
Headword (normalized):
ἀπομνησικακέω
Headword (normalized/stripped):
απομνησικακεω
IDX:
4245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4247
Key:
a)pomnhsikake/w
Data
{'content': 'ἀπομνησικακέω\n to bear a grudge against, τινί Hdt.', 'key': 'a)pomnhsikake/w'}