Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομείρομαι
ἀπομερίζω
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομιμέομαι
ἀπομιμνῄσκομαι
ἀπόμισθος
ἀπομισθόω
ἀπομνημόνευμα
ἀπομνημονεύω
ἀπομνησικακέω
ἀπόμνυμι
ἀπομοίρια
ἀπομονόομαι
ἀπομόργνυμι
ἀπόμουσος
View word page
ἀπομιμνῄσκομαι
ἀπομιμνῄσκομαι Mid.:— to remember fully, χάριν ἀπ. to recognise, repay a favour, feel gratitude, Il., Thuc.

ShortDef

remember, recognize

Debugging

Headword:
ἀπομιμνῄσκομαι
Headword (normalized):
ἀπομιμνῄσκομαι
Headword (normalized/stripped):
απομιμνησκομαι
IDX:
4240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4242
Key:
a)pomimnh/skomai

Data

{'content': 'ἀπομιμνῄσκομαι\n Mid.:— to remember fully, χάριν ἀπ. to recognise, repay a favour, feel gratitude, Il., Thuc.', 'key': 'a)pomimnh/skomai'}