Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομείρομαι
ἀπομερίζω
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομιμέομαι
ἀπομιμνῄσκομαι
ἀπόμισθος
ἀπομισθόω
ἀπομνημόνευμα
ἀπομνημονεύω
ἀπομνησικακέω
ἀπόμνυμι
ἀπομοίρια
ἀπομονόομαι
ἀπομόργνυμι
View word page
ἀπομιμέομαι
ἀπομιμέομαι Mid. to express by imitating or copying, represent faithfully, Xen.

ShortDef

to express by imitating

Debugging

Headword:
ἀπομιμέομαι
Headword (normalized):
ἀπομιμέομαι
Headword (normalized/stripped):
απομιμεομαι
IDX:
4239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4241
Key:
a)pomime/omai

Data

{'content': 'ἀπομιμέομαι\n Mid. to express by imitating or copying, represent faithfully, Xen.', 'key': 'a)pomime/omai'}